- τρωγλοδυτώ
- (ε) αμετ. жить в пещерах, как троглодиты
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρωγλοδυτώ — τρωγλοδυτῶ, έω, ΝΑ [τρωγλοδύτης] ζω σε τρώγλες, σε σπηλιές νεοελλ. ζω σαν τρωγλοδύτης … Dictionary of Greek